προσνήωση

προσνήωση
η, Ν
ναυτ. η ομαλή, ασφαλής και σύμφωνη με τους κανονισμούς κάθοδος αεροπλάνου στον διάδρομο αεροπλανοφόρου ή ελικοπτέρου στο κατάστρωμα οποιουδήποτε πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -νήωση, τ. σχηματισμένος από την αρχ. γεν. νηός τής λ. ναῦς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλανοφόρο — το πολεμικό πλοίο διασκευασμένο κατάλληλα για τη μεταφορά, προσνήωση και απονήωση αεροπλάνων: Τα αεροπλανοφόρα είναι τα πιο πολυέξοδα πολεμικά πλοία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”