- προσνήωση
- η, Νναυτ. η ομαλή, ασφαλής και σύμφωνη με τους κανονισμούς κάθοδος αεροπλάνου στον διάδρομο αεροπλανοφόρου ή ελικοπτέρου στο κατάστρωμα οποιουδήποτε πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -νήωση, τ. σχηματισμένος από την αρχ. γεν. νηός τής λ. ναῦς].
Dictionary of Greek. 2013.